- ἐπιρρητορεύω
- ἐπιρρητορεύω,A declaim over,
τί τινι Luc.Hist.Conscr.26
; τι κατά τινος Ach.Tat.8.8.II. introduce besides,τοὺς ἐπιλογικοὺς οἴκτους Ath.13.590e
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τί τινι Luc.Hist.Conscr.26
; τι κατά τινος Ach.Tat.8.8.τοὺς ἐπιλογικοὺς οἴκτους Ath.13.590e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιρρητορεύω — ἐπιρρητορεύω (Α) [ρητορεύω] 1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι 2. προσθέτω στο τέλος τού ρητορικού μου λόγου … Dictionary of Greek
ἐπιρρητορεῦσαι — ἐπιρρητορεύω declaim over aor inf act ἐπιρρητορεύω declaim over aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερρητόρευσε — ἐπιρρητορεύω declaim over aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπερρητόρευσεν — ἐπιρρητορεύω declaim over aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπιρρητορεύω — Α [ἐπιρρητορεύω] ρητορεύω υπερβολικά, παρασύρομαι σε ρητορικές υπερβολές … Dictionary of Greek
προσεπιρητορεύειν — πρόσ ἐπιρρητορεύω declaim over pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)